μπαρουτόσκαγα

μπαρουτόσκαγα
τό
1) порох с дробью; 2) ружейный заряд

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μπαρουτόσκαγα" в других словарях:

  • μπαρουτόσκαγα — τα ποσότητα πυρίτιδας αναμεμιγμένης με σκάγια η οποία χρησιμοποιείται από τους κυνηγούς για το γέμισμα τών όπλων τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαρούτι + σκάγι] …   Dictionary of Greek

  • μπαρουτόβολα — τα τα μπαρουτόσκαγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαρούτι + βόλι] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»